- αἰφνιδίων
- ἀφνίδιοςfem gen plἀφνίδιοςmasc/neut gen plαἰφνίδιοςunforeseenmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… … Dictionary of Greek
αποκλίσεις, βιολογικές — Με την ευρεία έννοια, β.α. θεωρούνται όλες οι ανωμαλίες που εμφανίζονται στους οργανισμούς και αφορούν τις μορφολογικές έμφυτες εκτροπές από τους θεμελιώδεις χαρακτήρες τους. Β.α. μπορεί να εμφανιστούν σε ένα όργανο ή σε μια λειτουργία ενός… … Dictionary of Greek
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek